πυάνους — πύανος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύανοι — πύανος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύανον — πύανος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… … Dictionary of Greek
Bohne, die — Die Bohne, plur. die n, Diminutivum das Böhnchen, Oberdeutsch das Böhnlein. 1. Eigentlich, eine längliche harte Frucht, welche sich in Hülsen oder Schoten verschiedener Pflanzen und Bäume erzeuget. Bohnen pflanzen. Türkische, Wälsche Bohnen,… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
πυάνιον — τὸ, Α [πύανος] 1. έδεσμα με διάφορα όσπρια («ἔστι δὲ τὸ πυάνιον... πανσπερμία ἐν γλυκεῑ ἡψημένη», Αθήν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυάνιον τὸ διὰ τοῡ γάλακτος ῥόφημα οἱ δὲ πανσπερμίαν ἡψημένην ἐν γλυκεῑ» … Dictionary of Greek
πυάνιος — ὁ, Α [πύανος] φτειαγμένος από πυάνους, δηλαδή από κυάμους, από κουκιά … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek